- ορθοδαής
- ὀρθοδαής, -ές (Α)αυτός που γνωρίζει σωστά πώς να πράξει κάτι («οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ τῶν φθιμένων ἀνάγειν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. ἐ-δάην, αόρ. β' τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.